τέϊο(ν)

τέϊο(ν)
το чай

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τέϊο(ν)" в других словарях:

  • τέιο(ν) — το, Ν (λόγιος τ.) 1. το τσάι, τα αποξηραμένα και τριμμένα φύλλα τού τεΐοδένδρου 2. το αφέψημα από τα φύλλα αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινεζ. ťe, μέσω τών ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. αγγλ. tea, γαλλ. the, γερμ. Tee). Η λ., στον λόγιο τ. τέϊον, μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • τεΐα — (thea). Γένος φυτών της οικογένειας των τερνστραμειοειδών, που αριθμεί είδη θάμνων της Ινδίας και της Κίνας. Το αξιολογότερο φυτό του γένους είναι η καμέλια η σινική (thea sinensis), θάμνος που φτάνει τα 10 μ. ύψος αλλά οι καλλιεργητές του δεν το …   Dictionary of Greek

  • τεΐνη — η, Ν (βιοχ.) αλκαλοειδές ενεργό συστατικό τού φύλλου τού τεΐοδένδρου με σύσταση ταυτόσημη με εκείνην τής καφεΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. theine < νεολατ. theina < thea (βλ. λ. τέιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Πλάτων] …   Dictionary of Greek

  • τεϊοδόχη — η, Ν (λόγιος τ.) η τσαγιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • τεϊοθήκη — η, Ν (λόγιος τ.) το σκεύος όπου φυλάσσεται το τσάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • τεϊοπωλείο — το, Ν (λόγιος τ.) κατάστημα στο οποίο πωλείται τσάι, φύλλα τσαγιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + πωλείο (< πώλης*), πρβλ. βιβλιο πωλείο. Η λ., στον λόγιο τ. τεϊοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό Όμηρος] …   Dictionary of Greek

  • τεϊοπότης — ο, Ν αυτός που πίνει συχνά τσάι, που τού αρέσει το τσάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τεϊόδενδρο — το, Ν (βοτ. γεωπ.) λόγια ονομασία τού αειθαλούς φυτού Camellia [ή Thea] sinensis, που ανήκει στο γένος καμέλια τής οικογένειας τεΐδες και καλλιεργείται για τα νεαρά φύλλα και τους φυλλοφόρους οφθαλμούς του, από τα οποία παρασκευάζεται το τονωτικό …   Dictionary of Greek

  • τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»